- σκουλαρίκι
- σκουλαρίκι, το και σκολαρίκι, τοκόσμημα αυτιών: Αγόρασε χρυσά σκουλαρίκια για τη γυναίκα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
ενώτιον — το (AM ἐνώτιον) κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκι («ἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι 2.… … Dictionary of Greek
σκουλαρικάκι — το, Ν [σκουλαρίκι] 1. μικρό σκουλαρίκι 2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ψευδόρριζα … Dictionary of Greek
άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης … Dictionary of Greek
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
αυλίσκος — ο (AM αὐλίσκος) [αυλός] 1. μικρός αυλός 2. σωληνάκι, καθετήρας αρχ. 1. δικαστική ψήφος 2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό … Dictionary of Greek
βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… … Dictionary of Greek
βεργέτα — η (Μ βεργέττα) νεοελλ. 1. βέρα 2. σκουλαρίκι 3. το επάνω ημικυκλικό μέρος του σκουλαρικιού 4. (για γυναίκα) λυγερή σαν βέργα μσν. ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verghetta «το ραβδάκι»] … Dictionary of Greek
βοτρύδι — το (Α βοτρύδιον, Μ βοτρύδιν) [βότρυς] σταφύλι, τσαμπί αρχ. σκουλαρίκι σε σχήμα σταφυλιού … Dictionary of Greek